- ούρλιασμα
- ούρλιαχτό τό1) вытьё, вой; рычание; 2) гром кий плач; крик, вопль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ούρλιασμα — το, ατος και ουρλιαχτό, το χαρακτηριστικό γάβγισμα ζώου, σκούξιμο: Το ούρλιασμα των σκύλων, των λύκων, των τσακαλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ούρλιασμα — και ουρλιαχτό, το [ουρλιάζω] 1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο 2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή … Dictionary of Greek
αλυχτούρισμα — το θρηνώδες γάβγισμα, ούρλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτουρώ, κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε ίζω] … Dictionary of Greek
γούρλιασμα — το το ούρλιασμα … Dictionary of Greek
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
ρυάσιμο — το, ατος ούρλιασμα, σκούξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)